Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλησιαστός
πλησίγναθος
πλησίμοχθος
πλησιοθάλαττος
πλησίοικος
πλησίος
πλησιότης
πλησιόχωρος
πλῆσις
πλησισέληνος
πλησίστιος
πλησιφαής
πλησιφωτέω
πλῆσμα
πλήσμη
πλήσμιος
πλησμονή
πλησμονικός
πλησμονώδης
πλήσσω
πληστεύομαι
View word page
πλησίστιος
filling the sails

ShortDef

filling the sails

Debugging

Headword:
πλησίστιος
Headword (normalized):
πλησίστιος
Headword (normalized/stripped):
πλησιστιος
IDX:
70640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70641
Key:

Data

{'content': 'filling the sails'}