Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλησιαστής
πλησιαστός
πλησίγναθος
πλησίμοχθος
πλησιοθάλαττος
πλησίοικος
πλησίος
πλησιότης
πλησιόχωρος
πλῆσις
πλησισέληνος
πλησίστιος
πλησιφαής
πλησιφωτέω
πλῆσμα
πλήσμη
πλήσμιος
πλησμονή
πλησμονικός
πλησμονώδης
πλήσσω
View word page
πλησισέληνος
becoming full
ShortDef
becoming full
Debugging
Headword:
πλησισέληνος
Headword (normalized):
πλησισέληνος
Headword (normalized/stripped):
πλησισεληνος
IDX:
70639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70640
Key:
Data
{'content': 'becoming full'}