Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνεκδίκητος
ἀνέκδοτος
ἀνέκδρομος
ἀνέκδυτος
ἀνεκθέρμαντος
ἀνέκθυτος
ἀνεκκαρτέρητος
ἀνεκκλησίαστος
ἀνέκκλητος
ἀνέκκλιτος
ἀνεκκόπως
ἀνέκκριτος
ἀνεκλάλητος
ἀνέκλειπτος
ἀνέκλεκτος
ἀνεκλόγιστος
ἀνέκλυτος
ἀνέκνιπτος
ἀνεκπίμπλημι
ἀνέκπληκτος
ἀνεκπληξία
View word page
ἀνεκκόπως
without excision
ShortDef
without excision
Debugging
Headword:
ἀνεκκόπως
Headword (normalized):
ἀνεκκόπως
Headword (normalized/stripped):
ανεκκοπως
IDX:
7063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7064
Key:
Data
{'content': 'without excision'}