Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλήρωσις
πληρωτέον
πληρωτής
πληρωτικός
πλησιάζω
πλησίαλος
πλησίασμα
πλησιασμός
πλησιαστής
πλησιαστός
πλησίγναθος
πλησίμοχθος
πλησιοθάλαττος
πλησίοικος
πλησίος
πλησιότης
πλησιόχωρος
πλῆσις
πλησισέληνος
πλησίστιος
πλησιφαής
View word page
πλησίγναθος
filling the cheeks

ShortDef

filling the cheeks

Debugging

Headword:
πλησίγναθος
Headword (normalized):
πλησίγναθος
Headword (normalized/stripped):
πλησιγναθος
IDX:
70631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70632
Key:

Data

{'content': 'filling the cheeks'}