Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλήρωμα
πλήρωσις
πληρωτέον
πληρωτής
πληρωτικός
πλησιάζω
πλησίαλος
πλησίασμα
πλησιασμός
πλησιαστής
πλησιαστός
πλησίγναθος
πλησίμοχθος
πλησιοθάλαττος
πλησίοικος
πλησίος
πλησιότης
πλησιόχωρος
πλῆσις
πλησισέληνος
πλησίστιος
View word page
πλησιαστός
approachable

ShortDef

approachable

Debugging

Headword:
πλησιαστός
Headword (normalized):
πλησιαστός
Headword (normalized/stripped):
πλησιαστος
IDX:
70630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70631
Key:

Data

{'content': 'approachable'}