Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πληροφορία
πληρόω
πλήρωμα
πλήρωσις
πληρωτέον
πληρωτής
πληρωτικός
πλησιάζω
πλησίαλος
πλησίασμα
πλησιασμός
πλησιαστής
πλησιαστός
πλησίγναθος
πλησίμοχθος
πλησιοθάλαττος
πλησίοικος
πλησίος
πλησιότης
πλησιόχωρος
πλῆσις
View word page
πλησιασμός
an approaching, approach

ShortDef

an approaching, approach

Debugging

Headword:
πλησιασμός
Headword (normalized):
πλησιασμός
Headword (normalized/stripped):
πλησιασμος
IDX:
70628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70629
Key:

Data

{'content': 'an approaching, approach'}