Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πληροφορέω
πληροφόρημα
πληροφόρησις
πληροφορία
πληρόω
πλήρωμα
πλήρωσις
πληρωτέον
πληρωτής
πληρωτικός
πλησιάζω
πλησίαλος
πλησίασμα
πλησιασμός
πλησιαστής
πλησιαστός
πλησίγναθος
πλησίμοχθος
πλησιοθάλαττος
πλησίοικος
πλησίος
View word page
πλησιάζω
to bring near
ShortDef
to bring near
Debugging
Headword:
πλησιάζω
Headword (normalized):
πλησιάζω
Headword (normalized/stripped):
πλησιαζω
IDX:
70625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70626
Key:
Data
{'content': 'to bring near'}