Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πληρούντως
πληροφορέω
πληροφόρημα
πληροφόρησις
πληροφορία
πληρόω
πλήρωμα
πλήρωσις
πληρωτέον
πληρωτής
πληρωτικός
πλησιάζω
πλησίαλος
πλησίασμα
πλησιασμός
πλησιαστής
πλησιαστός
πλησίγναθος
πλησίμοχθος
πλησιοθάλαττος
πλησίοικος
View word page
πληρωτικός
filling up
ShortDef
filling up
Debugging
Headword:
πληρωτικός
Headword (normalized):
πληρωτικός
Headword (normalized/stripped):
πληρωτικος
IDX:
70624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70625
Key:
Data
{'content': 'filling up'}