Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πληρότης
πληρούντως
πληροφορέω
πληροφόρημα
πληροφόρησις
πληροφορία
πληρόω
πλήρωμα
πλήρωσις
πληρωτέον
πληρωτής
πληρωτικός
πλησιάζω
πλησίαλος
πλησίασμα
πλησιασμός
πλησιαστής
πλησιαστός
πλησίγναθος
πλησίμοχθος
πλησιοθάλαττος
View word page
πληρωτής
one who completes
ShortDef
one who completes
Debugging
Headword:
πληρωτής
Headword (normalized):
πληρωτής
Headword (normalized/stripped):
πληρωτης
IDX:
70623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70624
Key:
Data
{'content': 'one who completes'}