Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλήρης
πληροσέληνος
πληρότης
πληρούντως
πληροφορέω
πληροφόρημα
πληροφόρησις
πληροφορία
πληρόω
πλήρωμα
πλήρωσις
πληρωτέον
πληρωτής
πληρωτικός
πλησιάζω
πλησίαλος
πλησίασμα
πλησιασμός
πλησιαστής
πλησιαστός
πλησίγναθος
View word page
πλήρωσις
a filling up, filling

ShortDef

a filling up, filling

Debugging

Headword:
πλήρωσις
Headword (normalized):
πλήρωσις
Headword (normalized/stripped):
πληρωσις
IDX:
70621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70622
Key:

Data

{'content': 'a filling up, filling'}