Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλῆξις
πλήρης
πληροσέληνος
πληρότης
πληρούντως
πληροφορέω
πληροφόρημα
πληροφόρησις
πληροφορία
πληρόω
πλήρωμα
πλήρωσις
πληρωτέον
πληρωτής
πληρωτικός
πλησιάζω
πλησίαλος
πλησίασμα
πλησιασμός
πλησιαστής
πλησιαστός
View word page
πλήρωμα
a full measure; crew

ShortDef

a full measure; crew

Debugging

Headword:
πλήρωμα
Headword (normalized):
πλήρωμα
Headword (normalized/stripped):
πληρωμα
IDX:
70620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70621
Key:

Data

{'content': 'a full measure; crew'}