Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλήξιππος
πλῆξις
πλήρης
πληροσέληνος
πληρότης
πληρούντως
πληροφορέω
πληροφόρημα
πληροφόρησις
πληροφορία
πληρόω
πλήρωμα
πλήρωσις
πληρωτέον
πληρωτής
πληρωτικός
πλησιάζω
πλησίαλος
πλησίασμα
πλησιασμός
πλησιαστής
View word page
πληρόω
to make full

ShortDef

to make full

Debugging

Headword:
πληρόω
Headword (normalized):
πληρόω
Headword (normalized/stripped):
πληροω
IDX:
70619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70620
Key:

Data

{'content': 'to make full'}