Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλημύρω
πλήν
πληναρία
Πληξαύρη
πλήξιππος
πλῆξις
πλήρης
πληροσέληνος
πληρότης
πληρούντως
πληροφορέω
πληροφόρημα
πληροφόρησις
πληροφορία
πληρόω
πλήρωμα
πλήρωσις
πληρωτέον
πληρωτής
πληρωτικός
πλησιάζω
View word page
πληροφορέω
to fulfil
ShortDef
to fulfil
Debugging
Headword:
πληροφορέω
Headword (normalized):
πληροφορέω
Headword (normalized/stripped):
πληροφορεω
IDX:
70615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70616
Key:
Data
{'content': 'to fulfil'}