Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλημυρόντως
πλημύρω
πλήν
πληναρία
Πληξαύρη
πλήξιππος
πλῆξις
πλήρης
πληροσέληνος
πληρότης
πληρούντως
πληροφορέω
πληροφόρημα
πληροφόρησις
πληροφορία
πληρόω
πλήρωμα
πλήρωσις
πληρωτέον
πληρωτής
πληρωτικός
View word page
πληρούντως
completely, exactly

ShortDef

completely, exactly

Debugging

Headword:
πληρούντως
Headword (normalized):
πληρούντως
Headword (normalized/stripped):
πληρουντως
IDX:
70614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70615
Key:

Data

{'content': 'completely, exactly'}