Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλημνόδετον
πλημοχόη
πλήμυρα
πλημυρέω
πλημυρίς
πλημυρόντως
πλημύρω
πλήν
πληναρία
Πληξαύρη
πλήξιππος
πλῆξις
πλήρης
πληροσέληνος
πληρότης
πληρούντως
πληροφορέω
πληροφόρημα
πληροφόρησις
πληροφορία
πληρόω
View word page
πλήξιππος
striking

ShortDef

striking

Debugging

Headword:
πλήξιππος
Headword (normalized):
πλήξιππος
Headword (normalized/stripped):
πληξιππος
IDX:
70609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70610
Key:

Data

{'content': 'striking'}