Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεκβίαστος
ἀνεκδήμητος
ἀνεκδιήγητος
ἀνεκδίκητος
ἀνέκδοτος
ἀνέκδρομος
ἀνέκδυτος
ἀνεκθέρμαντος
ἀνέκθυτος
ἀνεκκαρτέρητος
ἀνεκκλησίαστος
ἀνέκκλητος
ἀνέκκλιτος
ἀνεκκόπως
ἀνέκκριτος
ἀνεκλάλητος
ἀνέκλειπτος
ἀνέκλεκτος
ἀνεκλόγιστος
ἀνέκλυτος
ἀνέκνιπτος
View word page
ἀνεκκλησίαστος
not used for assemblies

ShortDef

not used for assemblies

Debugging

Headword:
ἀνεκκλησίαστος
Headword (normalized):
ἀνεκκλησίαστος
Headword (normalized/stripped):
ανεκκλησιαστος
IDX:
7060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7061
Key:

Data

{'content': 'not used for assemblies'}