Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλημμελής
πλημμέλησις
Πλημμύριον
πλήμνη
πλημνόδετον
πλημοχόη
πλήμυρα
πλημυρέω
πλημυρίς
πλημυρόντως
πλημύρω
πλήν
πληναρία
Πληξαύρη
πλήξιππος
πλῆξις
πλήρης
πληροσέληνος
πληρότης
πληρούντως
πληροφορέω
View word page
πλημύρω
overflow
ShortDef
overflow
Debugging
Headword:
πλημύρω
Headword (normalized):
πλημύρω
Headword (normalized/stripped):
πλημυρω
IDX:
70605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70606
Key:
Data
{'content': 'overflow'}