Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλήμη
πλημμέλεια
πλημμελέω
πλημμέλημα
πλημμελής
πλημμέλησις
Πλημμύριον
πλήμνη
πλημνόδετον
πλημοχόη
πλήμυρα
πλημυρέω
πλημυρίς
πλημυρόντως
πλημύρω
πλήν
πληναρία
Πληξαύρη
πλήξιππος
πλῆξις
πλήρης
View word page
πλήμυρα
flood-tide, flood
ShortDef
flood-tide, flood
Debugging
Headword:
πλήμυρα
Headword (normalized):
πλήμυρα
Headword (normalized/stripped):
πλημυρα
IDX:
70601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70602
Key:
Data
{'content': 'flood-tide, flood'}