Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πληκτός
πλῆκτρον
πληκτροποιός
πληκτροφόρος
πλήμη
πλημμέλεια
πλημμελέω
πλημμέλημα
πλημμελής
πλημμέλησις
Πλημμύριον
πλήμνη
πλημνόδετον
πλημοχόη
πλήμυρα
πλημυρέω
πλημυρίς
πλημυρόντως
πλημύρω
πλήν
πληναρία
View word page
Πλημμύριον
Plemmyrium
ShortDef
Plemmyrium
Debugging
Headword:
Πλημμύριον
Headword (normalized):
πλημμύριον
Headword (normalized/stripped):
πλημμυριον
IDX:
70597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70598
Key:
Data
{'content': 'Plemmyrium'}