Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πληκτίζομαι
πληκτικός
πληκτισμός
πληκτός
πλῆκτρον
πληκτροποιός
πληκτροφόρος
πλήμη
πλημμέλεια
πλημμελέω
πλημμέλημα
πλημμελής
πλημμέλησις
Πλημμύριον
πλήμνη
πλημνόδετον
πλημοχόη
πλήμυρα
πλημυρέω
πλημυρίς
πλημυρόντως
View word page
πλημμέλημα
a fault, trespass

ShortDef

a fault, trespass

Debugging

Headword:
πλημμέλημα
Headword (normalized):
πλημμέλημα
Headword (normalized/stripped):
πλημμελημα
IDX:
70594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70595
Key:

Data

{'content': 'a fault, trespass'}