Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλήκτης
πληκτίζομαι
πληκτικός
πληκτισμός
πληκτός
πλῆκτρον
πληκτροποιός
πληκτροφόρος
πλήμη
πλημμέλεια
πλημμελέω
πλημμέλημα
πλημμελής
πλημμέλησις
Πλημμύριον
πλήμνη
πλημνόδετον
πλημοχόη
πλήμυρα
πλημυρέω
πλημυρίς
View word page
πλημμελέω
to make a false note in music; to offend, err

ShortDef

to make a false note in music; to offend, err

Debugging

Headword:
πλημμελέω
Headword (normalized):
πλημμελέω
Headword (normalized/stripped):
πλημμελεω
IDX:
70593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70594
Key:

Data

{'content': 'to make a false note in music; to offend, err'}