Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πληθωρικός
Πληϊάς
πληκτέον
πλήκτης
πληκτίζομαι
πληκτικός
πληκτισμός
πληκτός
πλῆκτρον
πληκτροποιός
πληκτροφόρος
πλήμη
πλημμέλεια
πλημμελέω
πλημμέλημα
πλημμελής
πλημμέλησις
Πλημμύριον
πλήμνη
πλημνόδετον
πλημοχόη
View word page
πληκτροφόρος
with spurs
ShortDef
with spurs
Debugging
Headword:
πληκτροφόρος
Headword (normalized):
πληκτροφόρος
Headword (normalized/stripped):
πληκτροφορος
IDX:
70590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70591
Key:
Data
{'content': 'with spurs'}