Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πληθωριάω
πληθωρικός
Πληϊάς
πληκτέον
πλήκτης
πληκτίζομαι
πληκτικός
πληκτισμός
πληκτός
πλῆκτρον
πληκτροποιός
πληκτροφόρος
πλήμη
πλημμέλεια
πλημμελέω
πλημμέλημα
πλημμελής
πλημμέλησις
Πλημμύριον
πλήμνη
πλημνόδετον
View word page
πληκτροποιός
maker of πλῆκτρα

ShortDef

maker of πλῆκτρα

Debugging

Headword:
πληκτροποιός
Headword (normalized):
πληκτροποιός
Headword (normalized/stripped):
πληκτροποιος
IDX:
70589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70590
Key:

Data

{'content': 'maker of πλῆκτρα'}