Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πληθωρέομαι
πληθωριάω
πληθωρικός
Πληϊάς
πληκτέον
πλήκτης
πληκτίζομαι
πληκτικός
πληκτισμός
πληκτός
πλῆκτρον
πληκτροποιός
πληκτροφόρος
πλήμη
πλημμέλεια
πλημμελέω
πλημμέλημα
πλημμελής
πλημμέλησις
Πλημμύριον
πλήμνη
View word page
πλῆκτρον
anything to strike with

ShortDef

anything to strike with

Debugging

Headword:
πλῆκτρον
Headword (normalized):
πλῆκτρον
Headword (normalized/stripped):
πληκτρον
IDX:
70588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70589
Key:

Data

{'content': 'anything to strike with'}