Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πληθώρα
πληθωρέομαι
πληθωριάω
πληθωρικός
Πληϊάς
πληκτέον
πλήκτης
πληκτίζομαι
πληκτικός
πληκτισμός
πληκτός
πλῆκτρον
πληκτροποιός
πληκτροφόρος
πλήμη
πλημμέλεια
πλημμελέω
πλημμέλημα
πλημμελής
πλημμέλησις
Πλημμύριον
View word page
πληκτός
beaten
ShortDef
beaten
Debugging
Headword:
πληκτός
Headword (normalized):
πληκτός
Headword (normalized/stripped):
πληκτος
IDX:
70587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70588
Key:
Data
{'content': 'beaten'}