Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλήθω
πληθώρα
πληθωρέομαι
πληθωριάω
πληθωρικός
Πληϊάς
πληκτέον
πλήκτης
πληκτίζομαι
πληκτικός
πληκτισμός
πληκτός
πλῆκτρον
πληκτροποιός
πληκτροφόρος
πλήμη
πλημμέλεια
πλημμελέω
πλημμέλημα
πλημμελής
πλημμέλησις
View word page
πληκτισμός
amorous toying

ShortDef

amorous toying

Debugging

Headword:
πληκτισμός
Headword (normalized):
πληκτισμός
Headword (normalized/stripped):
πληκτισμος
IDX:
70586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70587
Key:

Data

{'content': 'amorous toying'}