Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πληθύω
πλήθω
πληθώρα
πληθωρέομαι
πληθωριάω
πληθωρικός
Πληϊάς
πληκτέον
πλήκτης
πληκτίζομαι
πληκτικός
πληκτισμός
πληκτός
πλῆκτρον
πληκτροποιός
πληκτροφόρος
πλήμη
πλημμέλεια
πλημμελέω
πλημμέλημα
πλημμελής
View word page
πληκτικός
of, for, by striking, spearing

ShortDef

of, for, by striking, spearing

Debugging

Headword:
πληκτικός
Headword (normalized):
πληκτικός
Headword (normalized/stripped):
πληκτικος
IDX:
70585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70586
Key:

Data

{'content': 'of, for, by striking, spearing'}