Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πληθυσμός
πληθύω
πλήθω
πληθώρα
πληθωρέομαι
πληθωριάω
πληθωρικός
Πληϊάς
πληκτέον
πλήκτης
πληκτίζομαι
πληκτικός
πληκτισμός
πληκτός
πλῆκτρον
πληκτροποιός
πληκτροφόρος
πλήμη
πλημμέλεια
πλημμελέω
πλημμέλημα
View word page
πληκτίζομαι
to bandy blows with

ShortDef

to bandy blows with

Debugging

Headword:
πληκτίζομαι
Headword (normalized):
πληκτίζομαι
Headword (normalized/stripped):
πληκτιζομαι
IDX:
70584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70585
Key:

Data

{'content': 'to bandy blows with'}