Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πληθύς
πληθυσμός
πληθύω
πλήθω
πληθώρα
πληθωρέομαι
πληθωριάω
πληθωρικός
Πληϊάς
πληκτέον
πλήκτης
πληκτίζομαι
πληκτικός
πληκτισμός
πληκτός
πλῆκτρον
πληκτροποιός
πληκτροφόρος
πλήμη
πλημμέλεια
πλημμελέω
View word page
πλήκτης
a striker, brawler

ShortDef

a striker, brawler

Debugging

Headword:
πλήκτης
Headword (normalized):
πλήκτης
Headword (normalized/stripped):
πληκτης
IDX:
70583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70584
Key:

Data

{'content': 'a striker, brawler'}