Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πληθύνω
πληθύς
πληθυσμός
πληθύω
πλήθω
πληθώρα
πληθωρέομαι
πληθωριάω
πληθωρικός
Πληϊάς
πληκτέον
πλήκτης
πληκτίζομαι
πληκτικός
πληκτισμός
πληκτός
πλῆκτρον
πληκτροποιός
πληκτροφόρος
πλήμη
πλημμέλεια
View word page
πληκτέον
one must strike

ShortDef

one must strike

Debugging

Headword:
πληκτέον
Headword (normalized):
πληκτέον
Headword (normalized/stripped):
πληκτεον
IDX:
70582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70583
Key:

Data

{'content': 'one must strike'}