Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πληθυντικός
πληθύνω
πληθύς
πληθυσμός
πληθύω
πλήθω
πληθώρα
πληθωρέομαι
πληθωριάω
πληθωρικός
Πληϊάς
πληκτέον
πλήκτης
πληκτίζομαι
πληκτικός
πληκτισμός
πληκτός
πλῆκτρον
πληκτροποιός
πληκτροφόρος
πλήμη
View word page
Πληϊάς
Pleiad
ShortDef
Pleiad
Debugging
Headword:
Πληϊάς
Headword (normalized):
πληϊάς
Headword (normalized/stripped):
πληιας
IDX:
70581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70582
Key:
Data
{'content': 'Pleiad'}