Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πληθόχωρος
πληθυντικός
πληθύνω
πληθύς
πληθυσμός
πληθύω
πλήθω
πληθώρα
πληθωρέομαι
πληθωριάω
πληθωρικός
Πληϊάς
πληκτέον
πλήκτης
πληκτίζομαι
πληκτικός
πληκτισμός
πληκτός
πλῆκτρον
πληκτροποιός
πληκτροφόρος
View word page
πληθωρικός
plethoric
ShortDef
plethoric
Debugging
Headword:
πληθωρικός
Headword (normalized):
πληθωρικός
Headword (normalized/stripped):
πληθωρικος
IDX:
70580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70581
Key:
Data
{'content': 'plethoric'}