Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πληθόχορος
πληθόχωρος
πληθυντικός
πληθύνω
πληθύς
πληθυσμός
πληθύω
πλήθω
πληθώρα
πληθωρέομαι
πληθωριάω
πληθωρικός
Πληϊάς
πληκτέον
πλήκτης
πληκτίζομαι
πληκτικός
πληκτισμός
πληκτός
πλῆκτρον
πληκτροποιός
View word page
πληθωριάω
to be plethoric
ShortDef
to be plethoric
Debugging
Headword:
πληθωριάω
Headword (normalized):
πληθωριάω
Headword (normalized/stripped):
πληθωριαω
IDX:
70579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70580
Key:
Data
{'content': 'to be plethoric'}