Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλῆθος
πληθόχορος
πληθόχωρος
πληθυντικός
πληθύνω
πληθύς
πληθυσμός
πληθύω
πλήθω
πληθώρα
πληθωρέομαι
πληθωριάω
πληθωρικός
Πληϊάς
πληκτέον
πλήκτης
πληκτίζομαι
πληκτικός
πληκτισμός
πληκτός
πλῆκτρον
View word page
πληθωρέομαι
to be full

ShortDef

to be full

Debugging

Headword:
πληθωρέομαι
Headword (normalized):
πληθωρέομαι
Headword (normalized/stripped):
πληθωρεομαι
IDX:
70578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70579
Key:

Data

{'content': 'to be full'}