Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πληθοποιέω
πληθοποιός
πλῆθος
πληθόχορος
πληθόχωρος
πληθυντικός
πληθύνω
πληθύς
πληθυσμός
πληθύω
πλήθω
πληθώρα
πληθωρέομαι
πληθωριάω
πληθωρικός
Πληϊάς
πληκτέον
πλήκτης
πληκτίζομαι
πληκτικός
πληκτισμός
View word page
πλήθω
to be or become full
ShortDef
to be or become full
Debugging
Headword:
πλήθω
Headword (normalized):
πλήθω
Headword (normalized/stripped):
πληθω
IDX:
70576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70577
Key:
Data
{'content': 'to be or become full'}