Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πληθοειδής
πληθοποιέω
πληθοποιός
πλῆθος
πληθόχορος
πληθόχωρος
πληθυντικός
πληθύνω
πληθύς
πληθυσμός
πληθύω
πλήθω
πληθώρα
πληθωρέομαι
πληθωριάω
πληθωρικός
Πληϊάς
πληκτέον
πλήκτης
πληκτίζομαι
πληκτικός
View word page
πληθύω
to be or become full

ShortDef

to be or become full

Debugging

Headword:
πληθύω
Headword (normalized):
πληθύω
Headword (normalized/stripped):
πληθυω
IDX:
70575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70576
Key:

Data

{'content': 'to be or become full'}