Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πληθικῶς
πληθοειδής
πληθοποιέω
πληθοποιός
πλῆθος
πληθόχορος
πληθόχωρος
πληθυντικός
πληθύνω
πληθύς
πληθυσμός
πληθύω
πλήθω
πληθώρα
πληθωρέομαι
πληθωριάω
πληθωρικός
Πληϊάς
πληκτέον
πλήκτης
πληκτίζομαι
View word page
πληθυσμός
a making multiple, pluralization

ShortDef

a making multiple, pluralization

Debugging

Headword:
πληθυσμός
Headword (normalized):
πληθυσμός
Headword (normalized/stripped):
πληθυσμος
IDX:
70574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70575
Key:

Data

{'content': 'a making multiple, pluralization'}