Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πληγοειδής
πλήθα
πληθικῶς
πληθοειδής
πληθοποιέω
πληθοποιός
πλῆθος
πληθόχορος
πληθόχωρος
πληθυντικός
πληθύνω
πληθύς
πληθυσμός
πληθύω
πλήθω
πληθώρα
πληθωρέομαι
πληθωριάω
πληθωρικός
Πληϊάς
πληκτέον
View word page
πληθύνω
to make full, increase, multiply

ShortDef

to make full, increase, multiply

Debugging

Headword:
πληθύνω
Headword (normalized):
πληθύνω
Headword (normalized/stripped):
πληθυνω
IDX:
70572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70573
Key:

Data

{'content': 'to make full, increase, multiply'}