Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πληγμός
πληγοειδής
πλήθα
πληθικῶς
πληθοειδής
πληθοποιέω
πληθοποιός
πλῆθος
πληθόχορος
πληθόχωρος
πληθυντικός
πληθύνω
πληθύς
πληθυσμός
πληθύω
πλήθω
πληθώρα
πληθωρέομαι
πληθωριάω
πληθωρικός
Πληϊάς
View word page
πληθυντικός
plural

ShortDef

plural

Debugging

Headword:
πληθυντικός
Headword (normalized):
πληθυντικός
Headword (normalized/stripped):
πληθυντικος
IDX:
70571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70572
Key:

Data

{'content': 'plural'}