Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πληγή
πλῆγμα
πληγμός
πληγοειδής
πλήθα
πληθικῶς
πληθοειδής
πληθοποιέω
πληθοποιός
πλῆθος
πληθόχορος
πληθόχωρος
πληθυντικός
πληθύνω
πληθύς
πληθυσμός
πληθύω
πλήθω
πληθώρα
πληθωρέομαι
πληθωριάω
View word page
πληθόχορος
much-dancing

ShortDef

much-dancing

Debugging

Headword:
πληθόχορος
Headword (normalized):
πληθόχορος
Headword (normalized/stripped):
πληθοχορος
IDX:
70569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70570
Key:

Data

{'content': 'much-dancing'}