Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνέκαιρεν
ἀνεκάς
ἀνεκβάλλω
ἀνέκβατος
ἀνεκβίαστος
ἀνεκδήμητος
ἀνεκδιήγητος
ἀνεκδίκητος
ἀνέκδοτος
ἀνέκδρομος
ἀνέκδυτος
ἀνεκθέρμαντος
ἀνέκθυτος
ἀνεκκαρτέρητος
ἀνεκκλησίαστος
ἀνέκκλητος
ἀνέκκλιτος
ἀνεκκόπως
ἀνέκκριτος
ἀνεκλάλητος
ἀνέκλειπτος
View word page
ἀνέκδυτος
not to be escaped from

ShortDef

not to be escaped from

Debugging

Headword:
ἀνέκδυτος
Headword (normalized):
ἀνέκδυτος
Headword (normalized/stripped):
ανεκδυτος
IDX:
7056
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7057
Key:

Data

{'content': 'not to be escaped from'}