Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλήγανον
πληγενής
πληγή
πλῆγμα
πληγμός
πληγοειδής
πλήθα
πληθικῶς
πληθοειδής
πληθοποιέω
πληθοποιός
πλῆθος
πληθόχορος
πληθόχωρος
πληθυντικός
πληθύνω
πληθύς
πληθυσμός
πληθύω
πλήθω
πληθώρα
View word page
πληθοποιός
creating plurality

ShortDef

creating plurality

Debugging

Headword:
πληθοποιός
Headword (normalized):
πληθοποιός
Headword (normalized/stripped):
πληθοποιος
IDX:
70567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70568
Key:

Data

{'content': 'creating plurality'}