Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πληγάδες
πλήγανον
πληγενής
πληγή
πλῆγμα
πληγμός
πληγοειδής
πλήθα
πληθικῶς
πληθοειδής
πληθοποιέω
πληθοποιός
πλῆθος
πληθόχορος
πληθόχωρος
πληθυντικός
πληθύνω
πληθύς
πληθυσμός
πληθύω
πλήθω
View word page
πληθοποιέω
multiply, increase

ShortDef

multiply, increase

Debugging

Headword:
πληθοποιέω
Headword (normalized):
πληθοποιέω
Headword (normalized/stripped):
πληθοποιεω
IDX:
70566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70567
Key:

Data

{'content': 'multiply, increase'}