Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλέως
Πληγάδες
πλήγανον
πληγενής
πληγή
πλῆγμα
πληγμός
πληγοειδής
πλήθα
πληθικῶς
πληθοειδής
πληθοποιέω
πληθοποιός
πλῆθος
πληθόχορος
πληθόχωρος
πληθυντικός
πληθύνω
πληθύς
πληθυσμός
πληθύω
View word page
πληθοειδής
having the form of plurality

ShortDef

having the form of plurality

Debugging

Headword:
πληθοειδής
Headword (normalized):
πληθοειδής
Headword (normalized/stripped):
πληθοειδης
IDX:
70565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70566
Key:

Data

{'content': 'having the form of plurality'}