Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλέω
πλέως
Πληγάδες
πλήγανον
πληγενής
πληγή
πλῆγμα
πληγμός
πληγοειδής
πλήθα
πληθικῶς
πληθοειδής
πληθοποιέω
πληθοποιός
πλῆθος
πληθόχορος
πληθόχωρος
πληθυντικός
πληθύνω
πληθύς
πληθυσμός
View word page
πληθικῶς
in the majority of instances
ShortDef
in the majority of instances
Debugging
Headword:
πληθικῶς
Headword (normalized):
πληθικῶς
Headword (normalized/stripped):
πληθικως
IDX:
70564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70565
Key:
Data
{'content': 'in the majority of instances'}