Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλευστέος
πλευστικός
πλέω
πλέως
Πληγάδες
πλήγανον
πληγενής
πληγή
πλῆγμα
πληγμός
πληγοειδής
πλήθα
πληθικῶς
πληθοειδής
πληθοποιέω
πληθοποιός
πλῆθος
πληθόχορος
πληθόχωρος
πληθυντικός
πληθύνω
View word page
πληγοειδής
like an impact

ShortDef

like an impact

Debugging

Headword:
πληγοειδής
Headword (normalized):
πληγοειδής
Headword (normalized/stripped):
πληγοειδης
IDX:
70562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70563
Key:

Data

{'content': 'like an impact'}