Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλεῦσις
πλευστέον
πλευστέος
πλευστικός
πλέω
πλέως
Πληγάδες
πλήγανον
πληγενής
πληγή
πλῆγμα
πληγμός
πληγοειδής
πλήθα
πληθικῶς
πληθοειδής
πληθοποιέω
πληθοποιός
πλῆθος
πληθόχορος
πληθόχωρος
View word page
πλῆγμα
a blow; a stroke (syn. πληγή)

ShortDef

a blow; a stroke (syn. πληγή)

Debugging

Headword:
πλῆγμα
Headword (normalized):
πλῆγμα
Headword (normalized/stripped):
πληγμα
IDX:
70560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70561
Key:

Data

{'content': 'a blow; a stroke (syn. πληγή)'}