Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Πλευρώνιος
πλεῦσις
πλευστέον
πλευστέος
πλευστικός
πλέω
πλέως
Πληγάδες
πλήγανον
πληγενής
πληγή
πλῆγμα
πληγμός
πληγοειδής
πλήθα
πληθικῶς
πληθοειδής
πληθοποιέω
πληθοποιός
πλῆθος
πληθόχορος
View word page
πληγή
a blow, stroke
ShortDef
a blow, stroke
Debugging
Headword:
πληγή
Headword (normalized):
πληγή
Headword (normalized/stripped):
πληγη
IDX:
70559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70560
Key:
Data
{'content': 'a blow, stroke'}