Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλευρή
πλευριαῖος
πλευρικός
πλευρίτης
πλευριτικός
πλευρῖτις
πλευροειδῶς
πλευρόθεν
πλεύροθεν
πλευροκοπέω
πλευρόν
πλευροπριστήρ
πλευροτυπής
πλεύρωμα
Πλευρών
Πλευρώνιος
πλεῦσις
πλευστέον
πλευστέος
πλευστικός
πλέω
View word page
πλευρόν
a rib
ShortDef
a rib
Debugging
Headword:
πλευρόν
Headword (normalized):
πλευρόν
Headword (normalized/stripped):
πλευρον
IDX:
70544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70545
Key:
Data
{'content': 'a rib'}