Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλευραί
πλευρή
πλευριαῖος
πλευρικός
πλευρίτης
πλευριτικός
πλευρῖτις
πλευροειδῶς
πλευρόθεν
πλεύροθεν
πλευροκοπέω
πλευρόν
πλευροπριστήρ
πλευροτυπής
πλεύρωμα
Πλευρών
Πλευρώνιος
πλεῦσις
πλευστέον
πλευστέος
πλευστικός
View word page
πλευροκοπέω
to smite the ribs

ShortDef

to smite the ribs

Debugging

Headword:
πλευροκοπέω
Headword (normalized):
πλευροκοπέω
Headword (normalized/stripped):
πλευροκοπεω
IDX:
70543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70544
Key:

Data

{'content': 'to smite the ribs'}